- τελατίνι
- το, Ν1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού2. φρ. «τόν έκανε τελατίνι»μτφ. i) τόν έδειρε πολύ άσχημαii) τόν έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελατίνι — το άκλ. (λ. τουρκ.) 1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού. 2. φρ., «Τον έκανε τελατίνι», τον ζάλισε με φλυαρίες ή τον έδειρε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Царухи — эвзона Царухи (греч … Википедия
teletin — TELETÍN, teletinuri, s.n. (reg.) Piele (de bou sau de cal) tăbăcită cu materii vegetale. – Din scr. teletin. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 TELETÍN s. v. iuft. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime teletín s. n … Dicționar Român